Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
View word page
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθαρνέω to serve again for pay, Plut.

ShortDef

to serve again for pay

Debugging

Headword:
ἀναμισθαρνέω
Headword (normalized):
ἀναμισθαρνέω
Headword (normalized/stripped):
αναμισθαρνεω
IDX:
2352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2353
Key:
a)namisqarne/w

Data

{'content': 'ἀναμισθαρνέω\n to serve again for pay, Plut.', 'key': 'a)namisqarne/w'}