Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
View word page
ὀρεινός
ὀρεινός ὀρεινός, ή, όν ὄρος mountainous, hilly, Hdt., Xen. dwelling on the mountains, Thuc., Xen.

ShortDef

mountainous, hilly

Debugging

Headword:
ὀρεινός
Headword (normalized):
ὀρεινός
Headword (normalized/stripped):
ορεινος
IDX:
23505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23529
Key:
o)reino/s

Data

{'content': 'ὀρεινός\n ὀρεινός, ή, όν\n ὄρος\n mountainous, hilly, Hdt., Xen.\n dwelling on the mountains, Thuc., Xen.', 'key': 'o)reino/s'}