Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
View word page
ὀρειδρόμος
ὀρειδρόμος ὀρει-δρόμος, ον, δραμεῖν running on the hills, Eur.

ShortDef

running on the hills

Debugging

Headword:
ὀρειδρόμος
Headword (normalized):
ὀρειδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ορειδρομος
IDX:
23503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23527
Key:
o)reidro/mos

Data

{'content': 'ὀρειδρόμος\n ὀρει-δρόμος, ον,\n δραμεῖν\n running on the hills, Eur.', 'key': 'o)reidro/mos'}