Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
View word page
ὀρειβάτης
ὀρειβάτης ὀρει-βάτης (ᾰ), ου, ὁ, mountain-ranging, Soph., Eur.

ShortDef

mountain-ranging

Debugging

Headword:
ὀρειβάτης
Headword (normalized):
ὀρειβάτης
Headword (normalized/stripped):
ορειβατης
IDX:
23501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23525
Key:
o)reiba/ths

Data

{'content': 'ὀρειβάτης\n ὀρει-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n mountain-ranging, Soph., Eur.', 'key': 'o)reiba/ths'}