Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
View word page
ὀρειβατέω
ὀρειβατέω ὀρειβᾰτέω, to roam the mountains, Anth., Plut. from ὀρειβάτης (ᾰ)
ShortDef
to roam the mountains
Debugging
Headword:
ὀρειβατέω
Headword (normalized):
ὀρειβατέω
Headword (normalized/stripped):
ορειβατεω
IDX:
23500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23524
Key:
o)reibate/w
Data
{'content': 'ὀρειβατέω\n ὀρειβᾰτέω,\n to roam the mountains, Anth., Plut.\n from ὀρειβάτης (ᾰ)', 'key': 'o)reibate/w'}