Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
View word page
ὀρειβασία
ὀρειβασία ὀρειβᾰσία, ἡ, a mountaineerʼs life, Strab.
ShortDef
wandering on mountains
Debugging
Headword:
ὀρειβασία
Headword (normalized):
ὀρειβασία
Headword (normalized/stripped):
ορειβασια
IDX:
23498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23522
Key:
o)reibasi/a
Data
{'content': 'ὀρειβασία\n ὀρειβᾰσία, ἡ,\n a mountaineerʼs life, Strab.', 'key': 'o)reibasi/a'}