Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
View word page
ὀρειάς
ὀρειάς ὀρειάς, άδος, ὄρος of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth. as Subst. an Oread, mountain-nymph, Bion.
ShortDef
of or belonging to mountains
Debugging
Headword:
ὀρειάς
Headword (normalized):
ὀρειάς
Headword (normalized/stripped):
ορειας
IDX:
23497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23521
Key:
o)reia/s
Data
{'content': 'ὀρειάς\n ὀρειάς, άδος,\n ὄρος\n of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth.\n as Subst. an Oread, mountain-nymph, Bion.', 'key': 'o)reia/s'}