Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
View word page
ὀρέγνυμι
ὀρέγνυμι = ὀρέγω only in part. χεῖρας ὀρεγνύς Il.: Mid., χεῖρας ὀρεγνύμενος Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρέγνυμι
Headword (normalized):
ὀρέγνυμι
Headword (normalized/stripped):
ορεγνυμι
IDX:
23494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23518
Key:
o)re/gnumi
Data
{'content': 'ὀρέγνυμι\n = ὀρέγω\n only in part.\n χεῖρας ὀρεγνύς Il.: Mid., χεῖρας ὀρεγνύμενος Anth.', 'key': 'o)re/gnumi'}