Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
View word page
ὀργυιαῖος
ὀργυιαῖος from ὄργυια ὀργυιαῖος, α, ον six feet long or large, Anth.

ShortDef

six feet long

Debugging

Headword:
ὀργυιαῖος
Headword (normalized):
ὀργυιαῖος
Headword (normalized/stripped):
οργυιαιος
IDX:
23491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23515
Key:
o)rguiai=os

Data

{'content': 'ὀργυιαῖος\n from ὄργυια\n ὀργυιαῖος, α, ον\n six feet long or large, Anth.', 'key': 'o)rguiai=os'}