Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
View word page
ὀργιοφάντης
ὀργιοφάντης ὀργιο-φάντης, ου, ὁ, φαίνω a priest, one who initiates others into orgies, Anth.
ShortDef
a priest, one who initiates others into orgies
Debugging
Headword:
ὀργιοφάντης
Headword (normalized):
ὀργιοφάντης
Headword (normalized/stripped):
οργιοφαντης
IDX:
23489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23513
Key:
o)rgiofa/nths
Data
{'content': 'ὀργιοφάντης\n ὀργιο-φάντης, ου, ὁ,\n φαίνω\n a priest, one who initiates others into orgies, Anth.', 'key': 'o)rgiofa/nths'}