Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄργανος
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
ὀρέγω
ὀρειάρχης
ὀρειάς
View word page
ὀργίλος
ὀργίλος ὀργίλος (ῐ), η, ον ὀργή II prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.
ShortDef
prone to anger, irascible
Debugging
Headword:
ὀργίλος
Headword (normalized):
ὀργίλος
Headword (normalized/stripped):
οργιλος
IDX:
23487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23511
Key:
o)rgi/los
Data
{'content': 'ὀργίλος\n ὀργίλος (ῐ), η, ον\n ὀργή II\n prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.', 'key': 'o)rgi/los'}