ὀργιαστικός
ὀργιαστικός
ὀργιαστικός, ή, όν
from ὀργιάζω
fit for orgies, exciting, Arist.
{ "content": "ὀργιαστικός\n ὀργιαστικός, ή, όν\n from ὀργιάζω\n fit for orgies, exciting, Arist.", "key": "o)rgiastiko/s" }