Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀργαίνω
ὀργανικός
ὄργανον
ὄργανος
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὀργιοφάντης
ὀργιστέος
ὀργυιαῖος
ὄργυια
ὄρεγμα
ὀρέγνυμι
View word page
ὀργιασμός
ὀργιασμός from ὀργιάζω ὀργιασμός, οῦ, ὁ, celebration of orgies, Strab.
ShortDef
celebration of orgies
Debugging
Headword:
ὀργιασμός
Headword (normalized):
ὀργιασμός
Headword (normalized/stripped):
οργιασμος
IDX:
23484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23508
Key:
o)rgiasmo/s
Data
{'content': 'ὀργιασμός\n from ὀργιάζω\n ὀργιασμός, οῦ, ὁ,\n celebration of orgies, Strab.', 'key': 'o)rgiasmo/s'}