Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
ὁράω
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανικός
ὄργανον
ὄργανος
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
View word page
ὄργανος
ὄργανος ὄργανος, η, ον *ἔργω working, ὀργάνη χείρ Eur.
ShortDef
working
Debugging
Headword:
ὄργανος
Headword (normalized):
ὄργανος
Headword (normalized/stripped):
οργανος
IDX:
23477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23501
Key:
o)/rganos
Data
{'content': 'ὄργανος\n ὄργανος, η, ον\n *ἔργω\n working, ὀργάνη χείρ Eur.', 'key': 'o)/rganos'}