Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνότης
ἄγνυμι
ἀγνωμονέω
ἀγνωμοσύνη
ἀγνώμων
ἀγνωσία
ἀγνώς
ἄγνωστος
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
View word page
ἄγνωστος
ἄγνωστος unknown, τινί; ἄγνωτον ἐς γῆν Eur.; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph. not to be known, ἄγνωστόν τινα τεύχειν Od.; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν most unintelligible in tongue, Thuc.
ShortDef
unknown
Debugging
Headword:
ἄγνωστος
Headword (normalized):
ἄγνωστος
Headword (normalized/stripped):
αγνωστος
IDX:
235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n235
Key:
a)/gnwstos
Data
{'content': 'ἄγνωστος\n unknown, τινί; ἄγνωτον ἐς γῆν Eur.; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph.\n not to be known, ἄγνωστόν τινα τεύχειν Od.; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν most unintelligible in tongue, Thuc.', 'key': 'a)/gnwstos'}