Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
ὁράω
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανικός
ὄργανον
ὄργανος
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὀργιάζω
ὄργια
ὀργιασμός
ὀργιαστικός
View word page
ὀργανικός
ὀργανικός ὀργᾰνικός, ή, όν serving as instruments or engines, Plut. adv. -κῶς, by way of instruments, Arist.
ShortDef
serving as instruments
Debugging
Headword:
ὀργανικός
Headword (normalized):
ὀργανικός
Headword (normalized/stripped):
οργανικος
IDX:
23475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23499
Key:
o)rganiko/s
Data
{'content': 'ὀργανικός\n ὀργᾰνικός, ή, όν\n serving as instruments or engines, Plut. adv. -κῶς, by way of instruments, Arist.', 'key': 'o)rganiko/s'}