Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
ὅπως δή
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
ὁράω
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανικός
ὄργανον
ὄργανος
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
View word page
ὁρατός
ὁρατός ὁρᾱτός, ή, όν to be seen, visible, Plat., etc. from ὁράω

ShortDef

to be seen, visible

Debugging

Headword:
ὁρατός
Headword (normalized):
ὁρατός
Headword (normalized/stripped):
ορατος
IDX:
23471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23495
Key:
o(rato/s

Data

{'content': 'ὁρατός\n ὁρᾱτός, ή, όν\n to be seen, visible, Plat., etc.\n from ὁράω', 'key': 'o(rato/s'}