Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
ὅπως δή
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
ὁράω
ὀργάζω
View word page
ὀπωρώνης
ὀπωρώνης ὀπωρ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι a fruiterer, Dem.
ShortDef
a fruiterer
Debugging
Headword:
ὀπωρώνης
Headword (normalized):
ὀπωρώνης
Headword (normalized/stripped):
οπωρωνης
IDX:
23463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23487
Key:
o)pwrw/nhs
Data
{'content': 'ὀπωρώνης\n ὀπωρ-ώνης, ου, ὁ,\n ὠνέομαι\n a fruiterer, Dem.', 'key': 'o)pwrw/nhs'}