Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
ὅπως δή
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
ὁράω
View word page
ὀπωροφόρος
ὀπωροφόρος ὀπωρο-φόρος, ον, φέρω bearing fruit, Anth.
ShortDef
bearing fruit
Debugging
Headword:
ὀπωροφόρος
Headword (normalized):
ὀπωροφόρος
Headword (normalized/stripped):
οπωροφορος
IDX:
23462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23486
Key:
o)pwrofo/ros
Data
{'content': 'ὀπωροφόρος\n ὀπωρο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing fruit, Anth.', 'key': 'o)pwrofo/ros'}