Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
ὅπως δή
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
ὁρατός
View word page
ὀπωροφορέω
ὀπωροφορέω ὀπωροφορέω, to bear fruit, Anth. from ὀπωροφόρος

ShortDef

to bear fruit

Debugging

Headword:
ὀπωροφορέω
Headword (normalized):
ὀπωροφορέω
Headword (normalized/stripped):
οπωροφορεω
IDX:
23461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23485
Key:
o)pwrofore/w

Data

{'content': 'ὀπωροφορέω\n ὀπωροφορέω,\n to bear fruit, Anth.\n from ὀπωροφόρος', 'key': 'o)pwrofore/w'}