Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀπτήρια
ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
ὅπως δή
ὁπωσοῦν
ὅπως περ
ὅπως ποτέ
ὅπως
ὅραμα
ὅρασις
View word page
ὀπωρινός
ὀπωρινός ὀπωρινός, ή, όν ὀπώρα at the time of late summer, ἀστὴρ ὀπ., i. e. Sirius (cf. ὀπώρα 1), Hom. ι Attic, ῑ in Hom. before another long syll.

ShortDef

at the time of late summer

Debugging

Headword:
ὀπωρινός
Headword (normalized):
ὀπωρινός
Headword (normalized/stripped):
οπωρινος
IDX:
23460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23484
Key:
o)pwrino/s

Data

{'content': 'ὀπωρινός\n ὀπωρινός, ή, όν\n ὀπώρα\n at the time of late summer, ἀστὴρ ὀπ., i. e. Sirius (cf. ὀπώρα 1), Hom.\n ι Attic, ῑ in Hom. before another long syll.', 'key': 'o)pwrino/s'}