Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
View word page
ἀνάμιγα
ἀνάμιγα = ἀναμίξ, From ἀναμίγνυμι. promiscuously, Soph., Anth.

ShortDef

promiscuously

Debugging

Headword:
ἀνάμιγα
Headword (normalized):
ἀνάμιγα
Headword (normalized/stripped):
αναμιγα
IDX:
2347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2348
Key:
a)na/miga

Data

{'content': 'ἀνάμιγα\n = ἀναμίξ,\n From ἀναμίγνυμι.\n promiscuously, Soph., Anth.', 'key': 'a)na/miga'}