Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀππάτεσσι
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτάνιον
ὀπτασία
ὀπτάω
ὀπτεύω
ὀπτήρια
ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
ὀπωρώνης
View word page
ὀπτίων
ὀπτίων ὀπτίων, ονος, ὁ, Lat. optio, an adjutant, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπτίων
Headword (normalized):
ὀπτίων
Headword (normalized/stripped):
οπτιων
IDX:
23453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23477
Key:
o)pti/wn

Data

{'content': 'ὀπτίων\n ὀπτίων, ονος, ὁ,\n Lat. optio, an adjutant, Plut.', 'key': 'o)pti/wn'}