Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄππα
ὀππάτεσσι
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτάνιον
ὀπτασία
ὀπτάω
ὀπτεύω
ὀπτήρια
ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
ὀπωρινός
ὀπωροφορέω
ὀπωροφόρος
View word page
ὀπτίλος
ὀπτίλος ὀπτίλος (ῐ), ὁ, Doric for ὀφθαλμός, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀπτίλος
Headword (normalized):
ὀπτίλος
Headword (normalized/stripped):
οπτιλος
IDX:
23452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23476
Key:
o)pti/los
Data
{'content': 'ὀπτίλος\n ὀπτίλος (ῐ), ὁ,\n Doric for ὀφθαλμός, Plut.', 'key': 'o)pti/los'}