Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
ὄππα
ὀππάτεσσι
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτάνιον
ὀπτασία
ὀπτάω
ὀπτεύω
ὀπτήρια
ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
ὀπωπή
ὀπωπητήρ
ὀπώρα
ὀπωρίζω
View word page
ὀπτεύω
ὀπτεύω = ὁράω to see, Ar.
ShortDef
to see
Debugging
Headword:
ὀπτεύω
Headword (normalized):
ὀπτεύω
Headword (normalized/stripped):
οπτευω
IDX:
23449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23473
Key:
o)pteu/w
Data
{'content': 'ὀπτεύω\n = ὁράω\n to see, Ar.', 'key': 'o)pteu/w'}