Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
View word page
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρυκάομαι to chew the cud, Luc.

ShortDef

to chew the cud

Debugging

Headword:
ἀναμηρυκάομαι
Headword (normalized):
ἀναμηρυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμηρυκαομαι
IDX:
2346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2347
Key:
a)namhruka/omai

Data

{'content': 'ἀναμηρυκάομαι\n to chew the cud, Luc.', 'key': 'a)namhruka/omai'}