Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁπόταν
ὁπότε
ὁπότερος
ὁποτέρωθε
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
ὄππα
ὀππάτεσσι
ὀπτάζομαι
ὀπταλέος
ὀπτάνιον
ὀπτασία
ὀπτάω
ὀπτεύω
ὀπτήρια
ὀπτήρ
ὀπτίλος
ὀπτίων
ὀπτός
ὀπυίω
View word page
ὀπταλέος
ὀπταλέος ὀπτᾰλέος, η, ον, ὀπτάω roasted, broiled, Hom.

ShortDef

roasted, broiled

Debugging

Headword:
ὀπταλέος
Headword (normalized):
ὀπταλέος
Headword (normalized/stripped):
οπταλεος
IDX:
23445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23469
Key:
o)ptale/os

Data

{'content': 'ὀπταλέος\n ὀπτᾰλέος, η, ον,\n ὀπτάω\n roasted, broiled, Hom.', 'key': 'o)ptale/os'}