Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
View word page
ἀναμέτρησις
ἀναμέτρησις ἀναμετρέω a measurement, τινος πρός τι of one thing by another, Plut.

ShortDef

a measurement

Debugging

Headword:
ἀναμέτρησις
Headword (normalized):
ἀναμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
αναμετρησις
IDX:
2345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2346
Key:
a)name/trhsis

Data

{'content': 'ἀναμέτρησις\n ἀναμετρέω\n a measurement, τινος πρός τι of one thing by another, Plut.', 'key': 'a)name/trhsis'}