Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
ὅποι
ὁποσάκις
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
ὁπόσε
ὁπόσος
ὀπός
ὁπόστος
ὁπόταν
ὁπότε
ὁπότερος
ὁποτέρωθε
ὁποτέρωθι
ὁποτέρωσε
ὅπου
View word page
ὁπόσε
ὁπόσε poet. for ὅποι, Od.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁπόσε
Headword (normalized):
ὁπόσε
Headword (normalized/stripped):
οποσε
IDX:
23431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23455
Key:
o(po/se
Data
{'content': 'ὁπόσε\n poet. for ὅποι, Od.', 'key': 'o(po/se'}