Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
ὅποι
ὁποσάκις
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
ὁπόσε
ὁπόσος
View word page
ὁπλοφόρος
ὁπλοφόρος ὁπλο-φόρος, ον, φέρω bearing arms: a warrior, soldier, Eur., Xen. = δορυφόρος, Xen.
ShortDef
bearing arms: a warrior, soldier
Debugging
Headword:
ὁπλοφόρος
Headword (normalized):
ὁπλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
οπλοφορος
IDX:
23422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23446
Key:
o(plofo/ros
Data
{'content': 'ὁπλοφόρος\n ὁπλο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing arms: a warrior, soldier, Eur., Xen.\n = δορυφόρος, Xen.', 'key': 'o(plofo/ros'}