Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
ὅποι
ὁποσάκις
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
ὁπόσε
View word page
ὁπλοφορέω
ὁπλοφορέω ὁπλοφορέω, to bear arms, be armed, Xen. Pass. to have a body-guard, Plut. from ὁπλοφόρος
ShortDef
to bear arms, be armed
Debugging
Headword:
ὁπλοφορέω
Headword (normalized):
ὁπλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
οπλοφορεω
IDX:
23421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23445
Key:
o(plofore/w
Data
{'content': 'ὁπλοφορέω\n ὁπλοφορέω,\n to bear arms, be armed, Xen.\n Pass. to have a body-guard, Plut.\n from ὁπλοφόρος', 'key': 'o(plofore/w'}