Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
ὅποι
ὁποσάκις
ὁποσάπους
ὁποσαχῇ
View word page
ὁπλότερος
ὁπλότερος ὁπλότερος, α, ον comp. without any Posit. in use, the younger, Hom.; ὁπλότερος γενεῇ younger by birth, Lat. minor natu, Hom.; fem. gen. pl. ὁπλοτεράων Il.

ShortDef

the younger

Debugging

Headword:
ὁπλότερος
Headword (normalized):
ὁπλότερος
Headword (normalized/stripped):
οπλοτερος
IDX:
23420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23444
Key:
o(plo/teros

Data

{'content': 'ὁπλότερος\n ὁπλότερος, α, ον\n comp. without any Posit. in use, the younger, Hom.; ὁπλότερος γενεῇ younger by birth, Lat. minor natu, Hom.; fem. gen. pl. ὁπλοτεράων Il.', 'key': 'o(plo/teros'}