Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
ὅποι
ὁποσάκις
View word page
ὁπλοποιία
ὁπλοποιία ὁπλοποιία, ἡ, a making of arms, Il. 18, Strab.

ShortDef

a making of arms

Debugging

Headword:
ὁπλοποιία
Headword (normalized):
ὁπλοποιία
Headword (normalized/stripped):
οπλοποιια
IDX:
23418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23442
Key:
o(plopoii/a

Data

{'content': 'ὁπλοποιία\n ὁπλοποιία, ἡ,\n a making of arms, Il. 18, Strab.', 'key': 'o(plopoii/a'}