Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
ὁπόθεν
ὁπόθι
ὁποῖος
View word page
ὁπλομάχος
ὁπλομάχος ὁπλο-μάχος (ᾰ), ον, μάχομαι fighting in heavy arms, Xen. ὁπλ., one who teaches the use of arms, a drill-sergeant, Theophr.
ShortDef
fighting in heavy arms
Debugging
Headword:
ὁπλομάχος
Headword (normalized):
ὁπλομάχος
Headword (normalized/stripped):
οπλομαχος
IDX:
23416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23440
Key:
o(ploma/xos
Data
{'content': 'ὁπλομάχος\n ὁπλο-μάχος (ᾰ), ον,\n μάχομαι\n fighting in heavy arms, Xen.\n ὁπλ., one who teaches the use of arms, a drill-sergeant, Theophr.', 'key': 'o(ploma/xos'}