Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
View word page
ὅπλομαι
ὅπλομαι ὅπλομαι, poetic for ὁπλίζομαι to prepare, Il.
ShortDef
to prepare
Debugging
Headword:
ὅπλομαι
Headword (normalized):
ὅπλομαι
Headword (normalized/stripped):
οπλομαι
IDX:
23411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23435
Key:
o(/plomai
Data
{'content': 'ὅπλομαι\n ὅπλομαι,\n poetic for ὁπλίζομαι\n to prepare, Il.', 'key': 'o(/plomai'}