Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιία
ὁπλότατος
ὁπλότερος
View word page
ὁπλοθήκη
ὁπλοθήκη ὁπλο-θήκη, ἡ, an armoury, Plut.
ShortDef
an armoury
Debugging
Headword:
ὁπλοθήκη
Headword (normalized):
ὁπλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
οπλοθηκη
IDX:
23410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23434
Key:
o(ploqh/kh
Data
{'content': 'ὁπλοθήκη\n ὁπλο-θήκη, ἡ,\n an armoury, Plut.', 'key': 'o(ploqh/kh'}