Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλητες
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
ὁπλομαχία
ὁπλομάχος
ὅπλον
View word page
ὁπλιτεύω
ὁπλιτεύω ὁπλῑτεύω, fut. -σω to serve as a man-at-arms, Thuc., Xen.; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. to οἱ ὡπλιτευκότες, Arist. from ὁπλί_της
ShortDef
to serve as a man-at-arms
Debugging
Headword:
ὁπλιτεύω
Headword (normalized):
ὁπλιτεύω
Headword (normalized/stripped):
οπλιτευω
IDX:
23407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23431
Key:
o(pliteu/w
Data
{'content': 'ὁπλιτεύω\n ὁπλῑτεύω,\n fut. -σω\n to serve as a man-at-arms, Thuc., Xen.; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. to οἱ ὡπλιτευκότες, Arist.\n from ὁπλί_της', 'key': 'o(pliteu/w'}