Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
View word page
ἀνάμεστος
ἀνάμεστος filled full, τινός of a thing, Dem.

ShortDef

filled full

Debugging

Headword:
ἀνάμεστος
Headword (normalized):
ἀνάμεστος
Headword (normalized/stripped):
αναμεστος
IDX:
2342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2343
Key:
a)na/mestos

Data

{'content': 'ἀνάμεστος\n filled full, τινός of a thing, Dem.', 'key': 'a)na/mestos'}