Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀπίστατος
ὀπίσω
ὁπλάριον
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλητες
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
ὁπλομάχης
View word page
ὁπλιστέος
ὁπλιστέος ὁπλιστέος, ον, verb. adj. of ὁπλίζω one must arm, Xen.

ShortDef

one must arm

Debugging

Headword:
ὁπλιστέος
Headword (normalized):
ὁπλιστέος
Headword (normalized/stripped):
οπλιστεος
IDX:
23404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23428
Key:
o(pliste/os

Data

{'content': 'ὁπλιστέος\n ὁπλιστέος, ον,\n verb. adj. of ὁπλίζω\n one must arm, Xen.', 'key': 'o(pliste/os'}