Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀπίσσω
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὁπλάριον
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλητες
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
ὁπλομανής
View word page
ὁπλισμός
ὁπλισμός ὁπλισμός, οῦ, ὁ, = ὅπλισις, Aesch.

ShortDef

equipment, accoutrement, arming

Debugging

Headword:
ὁπλισμός
Headword (normalized):
ὁπλισμός
Headword (normalized/stripped):
οπλισμος
IDX:
23403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23427
Key:
o(plismo/s

Data

{'content': 'ὁπλισμός\n ὁπλισμός, οῦ, ὁ,\n = ὅπλισις, Aesch.', 'key': 'o(plismo/s'}