Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄπις
ὀπίσσω
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὁπλάριον
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλητες
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλιστέος
ὁπλιστής
ὁπλιταγωγός
ὁπλιτεύω
ὁπλίτης
ὁπλιτικός
ὁπλοθήκη
ὅπλομαι
ὁπλομανέω
View word page
ὅπλισμα
ὅπλισμα ὅπλισμα, ατος, τό, an army, armament, Eur. a weapon, Eur.
ShortDef
an army, armament
Debugging
Headword:
ὅπλισμα
Headword (normalized):
ὅπλισμα
Headword (normalized/stripped):
οπλισμα
IDX:
23402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23426
Key:
o(/plisma
Data
{'content': 'ὅπλισμα\n ὅπλισμα, ατος, τό,\n an army, armament, Eur.\n a weapon, Eur.', 'key': 'o(/plisma'}