Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀπάων
ὁ
ὅ
ὄπεας
ὁπηνίκα
ὀπή
ὅπη
ὀπίας
ὀπίζομαι
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπιπτεύω
ὄπισθεν
ὀπίσθιος
ὀπισθοβάμων
ὀπισθόγραφος
ὀπισθοδάκτυλος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
ὀπισθονυγής
View word page
Ὀπικία
Ὀπικία Ὀπικία, ἡ, the country of the Opici, Thuc. Ὀπικός, ή, όν barbarous, Anth.
ShortDef
the country of the Opici
Debugging
Headword:
Ὀπικία
Headword (normalized):
ὀπικία
Headword (normalized/stripped):
οπικια
IDX:
23377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23401
Key:
*)opiki/a
Data
{'content': 'Ὀπικία\n Ὀπικία, ἡ,\n the country of the Opici, Thuc.\n Ὀπικός, ή, όν barbarous, Anth.', 'key': '*)opiki/a'}