Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄπατρος
ὀπάων
ὁ
ὅ
ὄπεας
ὁπηνίκα
ὀπή
ὅπη
ὀπίας
ὀπίζομαι
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπιπτεύω
ὄπισθεν
ὀπίσθιος
ὀπισθοβάμων
ὀπισθόγραφος
ὀπισθοδάκτυλος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
View word page
ὀπιθόμβροτος
ὀπιθόμβροτος ὀπῐθό-μβροτος, ον, poetic for ὀπισθόμβροτος following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.
ShortDef
following a mortal
Debugging
Headword:
ὀπιθόμβροτος
Headword (normalized):
ὀπιθόμβροτος
Headword (normalized/stripped):
οπιθομβροτος
IDX:
23376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23400
Key:
o)piqo/mbrotos
Data
{'content': 'ὀπιθόμβροτος\n ὀπῐθό-μβροτος, ον,\n poetic for ὀπισθόμβροτος\n following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.', 'key': 'o)piqo/mbrotos'}