Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
View word page
ἀναμέλπω
ἀναμέλπω to begin to sing, ἀοιδάν Theocr.

ShortDef

to begin to sing

Debugging

Headword:
ἀναμέλπω
Headword (normalized):
ἀναμέλπω
Headword (normalized/stripped):
αναμελπω
IDX:
2339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2340
Key:
a)name/lpw

Data

{'content': 'ἀναμέλπω\n to begin to sing, ἀοιδάν Theocr.', 'key': 'a)name/lpw'}