Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
ὀπάζω
ὀπαῖον
ὄπατρος
ὀπάων
ὁ
ὅ
ὄπεας
ὁπηνίκα
ὀπή
ὅπη
ὀπίας
ὀπίζομαι
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικία
Ὀπικοί
ὀπιπτεύω
ὄπισθεν
View word page
ὄπεας
ὄπεας ὄπεᾰς, ᾰτος, εος, τό, ὀπή an awl, Lat. subula, Hdt.
ShortDef
an awl
Debugging
Headword:
ὄπεας
Headword (normalized):
ὄπεας
Headword (normalized/stripped):
οπεας
IDX:
23370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23394
Key:
o)/peas
Data
{'content': 'ὄπεας\n ὄπεᾰς, ᾰτος, εος, τό,\n ὀπή\n an awl, Lat. subula, Hdt.', 'key': 'o)/peas'}