Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
View word page
ἀνάμβατος
ἀνάμβατος of a horse, that one cannot mount, Xen.
ShortDef
that one cannot mount
Debugging
Headword:
ἀνάμβατος
Headword (normalized):
ἀνάμβατος
Headword (normalized/stripped):
αναμβατος
IDX:
2338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2339
Key:
a)na/mbatos
Data
{'content': 'ἀνάμβατος\n of a horse, that one cannot mount, Xen.', 'key': 'a)na/mbatos'}