Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
ὀπάζω
ὀπαῖον
ὄπατρος
ὀπάων
ὄπεας
ὁπηνίκα
View word page
ὀξυωπής
ὀξυωπής ὀξυ-ωπής, ές ὤψ sharp-sighted, Arist., Luc.

ShortDef

sharp-sighted

Debugging

Headword:
ὀξυωπής
Headword (normalized):
ὀξυωπής
Headword (normalized/stripped):
οξυωπης
IDX:
23361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23385
Key:
o)cuwph/s

Data

{'content': 'ὀξυωπής\n ὀξυ-ωπής, ές\n ὤψ\n sharp-sighted, Arist., Luc.', 'key': 'o)cuwph/s'}