Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
ὀπάζω
ὀπαῖον
ὄπατρος
ὀπάων
ὄπεας
View word page
ὀξύχολος
ὀξύχολος ὀξύ-χολος, ον, quick to anger, Solon., Soph.

ShortDef

quick to anger

Debugging

Headword:
ὀξύχολος
Headword (normalized):
ὀξύχολος
Headword (normalized/stripped):
οξυχολος
IDX:
23360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23384
Key:
o)cu/xolos

Data

{'content': 'ὀξύχολος\n ὀξύ-χολος, ον,\n quick to anger, Solon., Soph.', 'key': 'o)cu/xolos'}