Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφθογγος
ὀξύφρων
ὀξυφωνία
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὀξυωπής
ὀπηδέω
ὀπαδός
ὀπάζω
ὀπαῖον
ὄπατρος
ὀπάων
View word page
ὀξύφωνος
ὀξύφωνος ὀξύ-φωνος, ον, φωνή sharp-voiced, thrilling, Soph.

ShortDef

sharp-voiced, thrilling

Debugging

Headword:
ὀξύφωνος
Headword (normalized):
ὀξύφωνος
Headword (normalized/stripped):
οξυφωνος
IDX:
23358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23382
Key:
o)cu/fwnos

Data

{'content': 'ὀξύφωνος\n ὀξύ-φωνος, ον,\n φωνή\n sharp-voiced, thrilling, Soph.', 'key': 'o)cu/fwnos'}