Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάλωσις
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναμαιμάω
ἀναμανθάνω
ἀναμάξευτος
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμέλπω
ἀναμένω
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
View word page
ἀναμάχομαι
ἀναμάχομαι Dep., to renew the fight, retrieve a defeat, Hdt., Thuc.; ἀν. τὸν λόγον to fight the argument over again, Plat.
ShortDef
to renew the fight, retrieve a defeat
Debugging
Headword:
ἀναμάχομαι
Headword (normalized):
ἀναμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμαχομαι
IDX:
2337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2338
Key:
a)nama/xomai
Data
{'content': 'ἀναμάχομαι\n Dep., to renew the fight, retrieve a defeat, Hdt., Thuc.; ἀν. τὸν λόγον to fight the argument over again, Plat.', 'key': 'a)nama/xomai'}